απεργάζομαι

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω)
Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό
αρχ.-μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. αποτελειώνω κάτι
2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες
3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας
4. προξενώ, δημιουργώ
5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο
6. εξοφλώ χρέος
7. (μτχ. πρκμ.) (Ι) ἀπειργασμένος
τέλειος, τέλεια καμωμένος
II. μσν. ἀπεργάζω
1. κατασκευάζω με τέχνη
2. προξενώ, δημιουργώ, παράγω.