αποκρούω

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.