αἰσχρορρήμων
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
αἰσχρορρήμον, = αἰσχρολόγος, Poll.8.80. Adv. αἰσχρορρημόνως ib.81.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que dice obscenidades, malhablado Poll.8.80, Suet.Blasph.59, Eust.Op.286.7.
2 adv. αἰσχρορρημόνως diciendo obscenidades Poll.8.81.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρήμων: -ον, = αἰσχρολόγος, καὶ ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. 8. 81.
Greek Monolingual
(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].
German (Pape)
= αἰσχρολόγος, Poll.
Translations
foul-mouthed
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt