αὐτόνοος

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

αὐτόνοον, contr. αὐτόνους, αὐτόνουν, of the Phaeacian ships, instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Spanish (DGE)

-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

Greek Monotonic

αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

self-willed, Aesch.