βέργα

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

Greek Monolingual

η (Μ βέργα)
1. κλαδί θάμνου ή δέντρου
2. ραβδί, μπαστούνι
3. δαχτυλίδι
4. το πέος
νεοελλ.
1. η κληματίδα που πρόκειται να φυτευτεί
2. φρ. «βέργα του τουφεκιού» — η λεπτή ράβδος με την οποία καθαρίζεται η κάννη του όπλου
3. ράβδος χρυσού, αργύρου κ.λπ.
4. ξύλινο στεφάνι βαρελιού ή απόχης
5. σκουλαρίκι με ένα ή περισσότερους κρίκους
6. βραχιόλι
7. ο σωρός του σταριού στο αλώνι μετά το λίχνισμα
8. τοίχος με πολεμίστρες ή τοίχος Φρουρίου
μσν.
σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verga < λατ. virga «ραβδί, κλωνάρι».
ΠΑΡ. μσν. βεργίν ή βεργίον
νεοελλ.
βεργιά, βεργίζω, βεργώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. βεργόλιγνος, βεργολυγερός, βεργολυγίζω, βεργοστέφανο].