βόλιτος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλιτος Medium diacritics: βόλιτος Low diacritics: βόλιτος Capitals: ΒΟΛΙΤΟΣ
Transliteration A: bólitos Transliteration B: bolitos Transliteration C: volitos Beta Code: bo/litos

English (LSJ)

(βόλιτος, ὁ, βόλιτον, τό, acc. to Sch.Ar.Ra.295:—also βόλβιθος, ὁ, PMag.Par.1.1439), cow dung, cow pat, cow pie, cow manure, mostly in plural, Cratin.39, Ar.Ach.1026, Eq.658: prov., βολίτου δίκη = vexatious action, Sch.Ar.Eq. 658.

Spanish (DGE)

(βόλῐτον) -ου, τό
• Alolema(s): βόλιτος, ὁ Sch.Ar.Ra.294
boñiga, estiércol de vaca gener. en plu., Sol.Lg.64a, Cratin.43, Ar.Ach.1026, Eq.658, usado como abono, Thphr.HP 2.4.2, cf. CP 5.6.11
prov. del que va a juicio por una nimiedad βολίτου δίκη = juicio de mierda Sch.Ar.Eq.658, Sud.β 367; cf. βόλβιτον.

German (Pape)

[Seite 452] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: att. c. βόλβιτον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλιτον -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ βόλος ?] koeienmest.

Russian (Dvoretsky)

βόλῐτον: τό навоз Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βόλῐτον: τό, ἤ βόλῐτος, ὁ κόπρος βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.

Greek Monolingual

βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α)
1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών
2. φρ. «βολίτου δίκη» — δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα βόλβιτον, βόλβιτος (Θεόφρ., Διοσκ., Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, το βόλιτον, συσχετιζόμενο με τα βάλλω, βόλος, βολεών «κοπρώνας», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε βόλβιτον οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το βολβός χάριν αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη κατά την οποία αρχικός τ. είναι το βόλβιτον < βολβός, το δε βόλιτον προήλθε με εξακολουθητική ανομοίωση από το βόλβιτον.
ΠΑΡ. αρχ. βολίταινα, βολίτινος.

Greek Monotonic

βόλῐτον: τὸ ή βόλῐτος, ὁ (βάλλω), κοπριά των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. βόλβιτον

Middle Liddell

βάλλω?]
cow-dung, mostly in plural, Ar.