γδοῦπος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
poet. form for δοῦπος (heavy sound, thud), δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
German (Pape)
p. = δοῦπος, in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Il. 11.45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.
French (Bailly abrégé)
v. δοῦπος (bruit sourd, bruit sonore).
Russian (Dvoretsky)
δοῦπος: ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.
Greek Monolingual
ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.
Translations
thud
Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: martèlement; German: Bollern, dumpfer Knall; Greek: γδούπος; Ancient Greek: δοῦπος, γδοῦπος; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: tonfo; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: دبق / لبق; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: baque; Romanian: bufnitură; Russian: глухой звук; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: golpe sordo; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch