δίνευμα

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑ́νευμα Medium diacritics: δίνευμα Low diacritics: δίνευμα Capitals: ΔΙΝΕΥΜΑ
Transliteration A: díneuma Transliteration B: dineuma Transliteration C: dinevma Beta Code: di/neuma

English (LSJ)

[ῑ], τό, whirling round, especially in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.

German (Pape)

[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.

Russian (Dvoretsky)

δίνευμα: ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.

Greek Monolingual

δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.

Greek Monotonic

δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῑ́νευμα, ατος, τό, n
a whirling round, in dancing, Xen. [from δινεύω

Translations

rotation

Afrikaans: rotasie; Amharic: ሽክርክር; Arabic: دَوْرَة; Armenian: պտույտ; Belarusian: вярчэнне; Bulgarian: въртене; Chinese Mandarin: 迴轉, 回转, 旋轉, 旋转, 自轉, 自转; Dutch: rotatie; Finnish: pyöriminen; French: rotation; Galician: rotación; German: Rotation; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: δίνευμα, δίνη, δίνημα, δίνησις, δῖνος, εἴλησις, ἐπιστροφή, περιαγωγή, περιδίνησις, περιστροφή, περιτροπή, περιφορά, περιχώρησις, στροφή, φορά; Hindi: घूर्णन; Indonesian: putaran, rotasi; Italian: rotazione; Japanese: 回転, 自転; Kazakh: айналу; Korean: 순환(循環); Latin: rotatio; Malay: putaran; Malayalam: തിരിയല്, ഭ്രമണം; Maori: tāwhirowhironga; Old English: ymbhwyrft, wendung; Ottoman Turkish: چرخ; Persian: چَرْخِش; Polish: obracanie; Portuguese: rotação; Russian: вращение; Spanish: rotación; Swedish: rotation; Tagalog: inog; Telugu: భ్రమణం; Thai: การหมุน; Turkish: devir, deveran, dönüş, rotasyon; Ukrainian: обертання, верті́ння