διαλαμπής

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλαμπής Medium diacritics: διαλαμπής Low diacritics: διαλαμπής Capitals: ΔΙΑΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: dialampḗs Transliteration B: dialampēs Transliteration C: dialampis Beta Code: dialamph/s

English (LSJ)

διαλαμπές, white-hot, EM109.33.

Spanish (DGE)

-ές
1 muy brillante τὸ ἐκκαυθὲν ξύλον Et.Gen.α 880.
2 de tejidos que deja pasar el brillo a través, e.d. entretejido con hilos brillantes o transparente πορφύρεα, χρύσεα, διαλαμπέα, σιγαλόεντα Gr.Naz.Mul.Orn.233, M.37.1543.

Greek (Liddell-Scott)

διαλαμπής: -ές, λίαν λαμπρός, Γρηγ. Ναζιανζ. 2, 132C.

Greek Monolingual

διαλαμπής, -ές (Α) διαλάμπω
ολόλαμπρος.