διατρέω
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
run trembling about, flee all ways, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, cf. 17.729, Plu.Marc.29, Brut.18.
Spanish (DGE)
1 huir espantado διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, 17.729, Q.S.6.559 (tm.), Plu.Marc.29.
2 espantarse, asustarse Plu.Brut.18.
German (Pape)
[Seite 607] (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 θῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.
French (Bailly abrégé)
ao. διέτρεσα;
se disperser en tremblant.
Étymologie: διά, τρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρέω uiteenstuiven.
Russian (Dvoretsky)
διατρέω: (в страхе) разбегаться (Τρῶες διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom.): ἀπελθεῖν ποιεῖν τινας διατρέσαντες Plut. обратить кого-л. в паническое бегство.
English (Autenrieth)
aor. διέτρεσαν: flee in different directions, scatter in flight. (Il.)
Greek Monolingual
διατρέω (Α) τρέω
1. διασκορπίζομαι
2. τρέπομαι έντρομος σε φυγή.
Greek Monotonic
διατρέω: μέλ. -τρέσω, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε φυγή με κάθε τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διατρέω: μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου φεύγω, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729.
Middle Liddell
fut. -τρέσω
to flee all ways, Il.