δισσολογία

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσολογία Medium diacritics: δισσολογία Low diacritics: δισσολογία Capitals: ΔΙΣΣΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: dissología Transliteration B: dissologia Transliteration C: dissologia Beta Code: dissologi/a

English (LSJ)

ἡ, dittology, repetition of words, Sch.Od.1.406.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): διττ- Eust.105.15
repetición, redundancia de ideas o palabras, Epiph.Const.Haer.8.8.4, Didym.Gen.117.25, Sch.Er.Il.1.474a, 5.516, Sch.Od.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Wiederholung eines Wortes, Schol. Od. 1, 406. 12, 453.

Greek (Liddell-Scott)

δισσολογία: ἡ, ἐπανάληψις λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22.

Greek Monolingual

και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)
γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος»)
αρχ.
αμφισβήτηση, ασάφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογία < λόγος.