διφροφορέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A carry in a chairor litter, D.C.47.10:—Pass., travel in one, οἱ διφροφορούμενοι, of the Persian princes, Hdt.3.146, cf. D.C.60.2, Lib. Or.25.32.
II carry a camp-stool (cf. διφροφόρος), Ar.Av. 1552.
Spanish (DGE)
1 llevar un taburete paród. del que era llevado detrás de las canéforos τὸν δίφρον γε διφροφόρει Ar.Au.1552.
2 llevar en silla de mano ἐκεῖνον διφροφορεῖν ἐποίησε D.C.47.10.3, en v. pas. οἱ διφροφορεύμενοι de los persas de mayor rango, Hdt.3.146, cf. I.AI 17.330, D.C.60.2.3, Lib.Or.25.32.
German (Pape)
[Seite 645] den Stuhl tragen; τὸν δίφρον Ar. Av. 1552, was sich auf den Gebrauch von διφροφόρος bezieht, vgl. Ath. VI, 259 d, wo es als ein niedriger Dienst erscheint; in einem Tragsessel, einer Sänfte tragen, D. Cass. 47, 10. – Pass., in einer Sänfte getragen werden, sich in ihr tragen lassen, Her. 3, 146 u. Sp., wie D. Cass. 60, 2.
French (Bailly abrégé)
διφροφορῶ :
porter dans une chaise ou dans une litière;
Pass. se faire porter dans une chaise ou dans une litière.
Étymologie: διφροφόρος.
Russian (Dvoretsky)
διφροφορέω:
1 (о сиденье, кресле) нести (δίφρον Arph.);
2 носить на носилках: Περσέων οἱ διφροφορούμενοι Her. передвигающиеся на носилках, т. е. знатные персы.
Greek (Liddell-Scott)
διφροφορέω: φέρω ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. φέρω δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. διφροφόρος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552.
Greek Monotonic
διφροφορέω: μέλ. -ήσω,
I. μεταφέρω πάνω σε σκαμνί ή φορείο — Παθ., ταξιδεύω με δίφρο, σε Ηρόδ.
II. μεταφέρω ένα πτυσσόμενο κάθισμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. to carry in a chair or litter:— Pass. to travel in one, Hdt.
II. to carry a campstool, Ar. [from διφροφόρος