δμῆσις

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δμῆσις Medium diacritics: δμῆσις Low diacritics: δμήσις Capitals: ΔΜΗΣΙΣ
Transliteration A: dmē̂sis Transliteration B: dmēsis Transliteration C: dmisis Beta Code: dmh=sis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (δαμάζω) taming, breaking, ἵππων Il. 17.476.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ doma ἵππων Il.17.476.

German (Pape)

[Seite 650] ἡ (δαμάω), das Bezwingen, ἵππων, Bändigung der Rosse, Il. 17, 476, ἅπαξ εἰρημέν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de dompter, de maîtriser.
Étymologie: δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

δμῆσις: εως ἡ укрощение, объездка (ἵππων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δμῆσις: -εως, ἡ, (δαμάζω) τὸ δαμάζειν, ἡ καταδάμασις, ἵππων Ἰλ. Ρ. 476.

English (Autenrieth)

(δάμνημι): taming, Il. 17.476†.

Greek Monolingual

δμῆσις, η (Α) δάμνημι
δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις»).

Greek Monotonic

δμῆσις: -εως, ἡ (δαμάζω), εξημέρωση, δαμασμός, ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δμῆσις, εως n δαμάζω
a taming, breaking, ἵππων Il.