δμῆσις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ, (δαμάζω) taming, breaking, ἵππων Il. 17.476.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ doma ἵππων Il.17.476.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ (δαμάω), das Bezwingen, ἵππων, Bändigung der Rosse, Il. 17, 476, ἅπαξ εἰρημέν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de dompter, de maîtriser.
Étymologie: δαμάω.
Russian (Dvoretsky)
δμῆσις: εως ἡ укрощение, объездка (ἵππων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δμῆσις: -εως, ἡ, (δαμάζω) τὸ δαμάζειν, ἡ καταδάμασις, ἵππων Ἰλ. Ρ. 476.
English (Autenrieth)
(δάμνημι): taming, Il. 17.476†.
Greek Monolingual
δμῆσις, η (Α) δάμνημι
δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις»).
Greek Monotonic
δμῆσις: -εως, ἡ (δαμάζω), εξημέρωση, δαμασμός, ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ.