δολιχήρετμος

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχήρετμος Medium diacritics: δολιχήρετμος Low diacritics: δολιχήρετμος Capitals: ΔΟΛΙΧΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: dolichḗretmos Transliteration B: dolichēretmos Transliteration C: dolichiretmos Beta Code: dolixh/retmos

English (LSJ)

δολιχήρετμον, (ἐρετμός) long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191; δ. Αἴγινα Pi.O.8.20.

Spanish (DGE)

(δολῐχήρετμος) -ον
• Morfología: [gen. -οιο Od.19.339, 23.176]
1 de naves de largos remos, Od.4.499, ll.cc.
2 de pers. que usa largos remos los feacios Od.8.191
fig. marinera de la isla de Egina, Pi.O.8.20.

German (Pape)

[Seite 654] mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux longues rames.
Étymologie: δολιχός, ἐρέτμος.

Russian (Dvoretsky)

δολιχήρετμος: с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания (νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ μακρὰς ἔχων κώπας, νῆες Ὀδ. Δ. 499, κτλ.· Φαίηκες = μεταχειριζόμενοι μακρὰς κώπας, Θ. 191· δ. Αἴγινα Πίνδ. Ο. 8. 27.

English (Autenrieth)

(ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epithet of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)

English (Slater)

δολῐχήρετμος, -ον with long oars δολιχήρετμον Αἴγιναν (O. 8.20) (cf. ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) )

Greek Monolingual

δολιχήρετμος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά
2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά.

Greek Monotonic

δολῐχήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει μακριά κουπιά, λέγεται για καράβι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται μακριά κουπιά, στο ίδ.

Middle Liddell

δολῐχ-ήρετμος, ον adj ἐρετμός
long-oared, of a ship, Od.; of men, using long oars, Od.