δοριστέφανος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
δοριστέφανον, crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
Spanish (DGE)
(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
δοριστέφᾰνος: увенчанный боевой славой (Σπάρτα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
Greek Monolingual
δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.
Greek Monotonic
δοριστέφανος: -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.