δυσοίκητος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοίκητος Medium diacritics: δυσοίκητος Low diacritics: δυσοίκητος Capitals: ΔΥΣΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysoíkētos Transliteration B: dysoikētos Transliteration C: dysoikitos Beta Code: dusoi/khtos

English (LSJ)

δυσοίκητον, bad to dwell in, Hp.Aër.19, X.Cyr.8.6.21.

Spanish (DGE)

-ον
inhabitable, difícilmente habitable (τὰ ὄρεα) Hp.Aër.19 (v.l.), cf. X.Cyr.8.6.21, Str.2.5.26, 9.2.23.

German (Pape)

[Seite 685] unwohnlich, Xen. Cyr. 8, 6, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inhabitable.
Étymologie: δυσ-, οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσοίκητος: непригодный для жилья, необитаемый (τὰ πέρατα διὰ ψῦχος δυσοίκητα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσοίκητος: -ον, ἀκατοίκητος, ἐνῷ δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ κατοικήσῃ, Ἱππ. Ἀέρ. 291. Ξεν. Κύρ. 8, 6, 21.

Greek Monolingual

δυσοίκητος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κατοικήσει.

Greek Monotonic

δυσοίκητος: -ον, ακατάλληλος για διαμονή, ακατοίκητος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-οίκητος, ον
bad to dwell in, Xen.