δύσνομος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, lawless, unrighteous, AP6.316 (Nicodem.).
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene ley, salvaje φῦλα Orac.Sib.7.42, λείψανα δείπνων δύσνομα del banquete de Tiestes AP 6.316 (Nicod.).
German (Pape)
[Seite 684] gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire aux lois, illégal.
Étymologie: δυσ-, νόμος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνομος: противозаконный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνομος: -ον, ἄνομος, παράνομος, ἄδικος, Ἀνθ. Π. 6. 316.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσνομος: -ον, άνομος, παράνομος, άδικος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δύσ-νομος, ον
lawless, unrighteous, Anth.