ενθύμημα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
το (AM ἐνθύμημα) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, συλλογισμός
νεοελλ.
(λογ.) συλλογισμός που εκφέρεται ατελώς, στον οποίο δηλ. παραλείπεται ως ευκόλως νοουμένη μία από τις προκείμενες προτάσεις
μσν.- νεοελλ.
αναμνηστικό, ενθύμιο, ανάμνηση, θυμητάρι
αρχ.
1. έννοια, σημασία, νόημα (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη)
2. (στη Λογική του Αριστοτ.) ρητορικός συλλογισμός που απορρέει από πιθανές προτάσεις (σε αντιδιαστολή προς τον αποδεικτικό συλλογισμό)
3. επινόηση, επινόημα, εφεύρεση («Ἀγησίλαος μικρῷ, καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.).