εξακοντίζω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

(AM ἐξακοντίζω) ακοντίζω
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του»)
2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία»)
αρχ.
1. χτυπώ από απόσταση
2. ρίχνω ακόντιο
3. φεύγω γρήγορα, με ταχύτητα ακοντίου
4. τεντώνω ζωηρά («γενείου χείρας ἐξηκόντισα», Ευρ.)
5. εξαπολύω, αναδίδω
6. διακηρύσσω, διαλαλώ («ἀλλὰ τὶ τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους», Ευρ.).