επείγω

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπείγω)
1. απρόσ. επείγει
είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει»)
2. μέσ. ἐπείγομαι
α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ' ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.)
β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)
νεοελλ.
(το ουδ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) επείγον, επείγουσα
χαρακτηρισμός τηλεγραφήματος, δέματος διαταγής, επιστολής κ.λπ., που δηλώνει ότι είναι ανάγκη να φθάσουν όσο γίνεται συντομότερα στον προορισμό τους
αρχ.
1. πιέζω, ταλαιπωρώ, καταβάλλω («ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
2. καταπονώ, στενοχωρώἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
3. ωθώ, εξαναγκάζω κάτι να κινηθεί («καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην», Σοφ.)
4. επισπεύδω, επιταχύνω («τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον» — επέσπευδαν την επιστροφή στην πατρίδα, Σοφ.)
5. (αμτβ.) σπεύδω σ' έναν τόπο («ἧ νοεῖς ἔπει γέ νυν», Σοφ.)
6. είμαι πρόθυμος για κάτι («πρὸς ἡέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα, δῡναι ἐπειγόμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Με βάση τον αιολ. τ. εποίγω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, μπορεί να συνδεθεί με το ρ. οίγνυμι «ανοίγω» (< Fο-(ε)ιγ-) και με το λεσβ. οείγην «κάνω κάποιον να υποχωρήσει».
ΣΥΝΘ. αρχ. εξεπείγω, κατεπείγω, προεπείγω, προκατεπείγω, συγκατεπείγω, συνεπείγω, υπερεπείγω].