επιληψία
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
η (AM ἐπιληψία)
πάθηση του εγκεφάλου με κύρια συμπτώματα: σπασμούς εντοπισμένους ή γενικευμένους, απώλεια συνειδήσεως, αισθητηριακές ψευδαισθήσεις και διάφορες ψυχικές διαταραχές
αρχ.
κράτημα, σταμάτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δωροληψία, προσωποληψία)].