επιλύω
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
(AM ἐπιλύω)
1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ.
2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον
κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ)
αρχ.
1. απελευθερώνω
2. απελευθερώνω δούλο
3. διαλύω συμβόλαιο, συμφωνία
4. μέσ. εξοφλώ δάνειο ή λογαριασμό
5. παθ. ἐπιλύομαι
απαλλάσσομαι από χρέος
6. πληρώνω, καταβάλλω σε κάποιον.