επιμένω
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
(AM ἐπιμένω) μένω
μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.)
αρχ.-μσν.
1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό
«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον», Ομ. Οδ.)
μσν.
εξακολουθώ να υπάρχω, παραμένω ζωντανός
αρχ.
1. μένω σ’ έναν τόπο («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)
2. στέκομαι κάπου («τὸν πηλόν... ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν», Θουκ.)
3. ξοδεύω τον χρόνο μου για κάτι
4. μένω πιστός («μάλα ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῖν», Ξεν.)
6. διαρκώ, αντέχω
7. περιμένω («τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», Ευρ.).