επιστήμη
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστήμη) επίσταμαι
1. σύνολο συστηματικών γνώσεων σε κύκλο θεμάτων, φαινομένων, θεωριών (με διάκριση από την «τέχνη», τις «τέχνες» και την «εμπειρία», την εμπειρική, πρακτική γνώση) («θετικές επιστήμες, θεωρητικές επιστήμες, η επιστήμη της ιατρικής, της νομικής» κ.λπ.)
2. γνώση, εμπειρία, το να ξέρει κάποιος καλά κάτι
3. τέχνη, επάγγελμα
μσν.
εκκλησιαστική τάξη και πειθαρχία
αρχ.
επιδεξιότητα, ικανότητα («ἐπιστήμη πρὸς τὸν πόλεμον», «ἐπιστήμη τοῦ νοεῖν»).