επισύρω

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισύρω) σύρω
σέρνω προς το μέρος μου, προκαλώ («επέσυρε τον θαυμασμό, την αγανάκτηση»)
μσν.
1. παρασύρω
2. μέσ. ἐπισύρομαι
φέρνω προς το μέρος μου, αποκτώ
αρχ.
1. σέρνω πάνω στο έδαφος, καταγής
2. αργοπορώ σκόπιμα να διεκπεραιώσω κάτι
3. δείχνω διάθεση να παρεμποδίσω ή να περιπλέξω τα πράγματα
4. παθ. (για ομιλία) εκφέρομαι αργά και σε χαμηλό τόνο.