επιτήδευμα
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM ἐπιτήδευμα) επιτηδευω
αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ο φόρος που καταβάλλουν οι επαγγελματίες
μσν.
1. ικανότητα, επιτηδειότητα
2. ειδικότητα
3. πονηρία, τέχνασμα
4. συμπεριφορά
5. ασχολία
6. (για γυναίκα) ακκισμός, νάζι
αρχ.
1. τρόπος, συμπεριφορά
2. συνήθεια
3. πληθ. τα μέσα της ζωής («οἵ οὐκ ἐξ ἐπιθυμίας γεγόνασιν ἀλλ’ ἐξ ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων», Πλάτ.).