ερήμωση
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
η (AM ἐρήμωσις) ερημώνω
1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση
2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου
νεοελλ.
(για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση.