ευπορώ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχία («ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῖ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.