εἰλαπινάζω
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
used by Hom. only in pres., revel in a large company, Od.2.57, so Pi.P.10.40: impf., Q.S.6.179: trans., feast on, Nonn. D.12.49, al.; δαῖτα Opp.H.3.219.
Spanish (DGE)
(εἰλᾰπῐνάζω)
• Morfología: [pres. 3a plu. εἰλαπινάζοισιν Pi.P.10.40]
1 celebrar un festín τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων y en él podrías apoyar los pies relucientes durante el festín, Il.14.241, εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον Od.2.57, 17.536, cf. Pi.l.c., ὥς κε μετ' ἀθανάτοισιν ἀρίθμιος εἰλαπινάζῃ Rhian.1.16, cf. Opp.H.1.468, Nonn.D.19.57
•c. dat. δαίμοσιν εἰλαπίναζον AP 8.175 (Gr.Naz.)
•c. ac. int. festejar con, celebrar εἰλαπινάζει δαῖτα φίλην Opp.H.2.177, 3.219.
2 tr. devorar Ζηνὸς ψευδομένοιο νόθον δέμας εἰλαπινάζων devorando el engañoso cuerpo de un Zeus falso ref. la piedra que devoró Crono, Nonn.D.12.49.
French (Bailly abrégé)
banqueter, célébrer un festin.
Étymologie: εἰλαπίνη.
German (Pape)
schmausen, bei einem großen Gelage, Od. 2.57, 17.536; Pind. P. 10.40.
Russian (Dvoretsky)
εἰλᾰπῐνάζω: справлять пир, пировать Hom., Pind.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐνάζω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., εὐωχοῦμαι, συμποσιάζω μετὰ πολλῶν, εἰλαπινάζουσιν, «ἐν ἀθροίσματι εὐωχοῦνται» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 57., Ρ. 536· οὕτω Πινδ. Π. 10. 61· ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 6. 179.
English (Autenrieth)
(εἰλαπίνη): feast, be at the bauquet.
English (Slater)
εἰλᾰπῐνάζω make merry δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως sc. Hyperboreans (P. 10.40)
Greek Monotonic
εἰλᾰπῐνάζω: μόνο σε ενεστ., γλεντώ, διασκεδάζω με μεγάλη συντροφιά, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εἰλᾰπῐνάζω, [from εἰ˘λᾰπίνη] only in pres.]
to revel in a large company, Od.