εἰσπνοή
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, inspiration, inhalation, opp. ἐκπνοή, Arist.Resp.471a8, cf. Str.3.5.7; μιᾷ ἐσπνοῇ θνῄσκουσι Aret. SA1.7.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Nat.Puer.12
1 cien. penetración de aire τὸ πνεῦμα ... χωρέον δὲ ψόφον παρέχει, ᾗ τὴν ἐσπνοὴν ποιεῖται Hp.Nat.Puer.12
•inspiración op. ἐκπνοή ‘espiración’ ἡ μὲν εἰ. ἐστι ψυχροῦ εἰσαγωγή Arist.Pr.900a37, ἡ μὲν εἰ. ἕλξις, ἡ δ' ἐκπνοὴ ὦσις Arist.Ph.243b12, cf. Iuu.471a8, Hp.Cord.5, Str.3.5.7, Ph.2.318, Plu.2.903e, οὐ μόνον τὴν διὰ τοῦ στόματος (εἰσπνοήν), ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ τοῦ δέρματος Gal.5.712, εἰ. ἀβίαστος op. μετὰ βίας Gal.5.234, μιᾷ ἐσπνοῇ θνῄσκουσι ὥνθρωποι Aret.SA 1.7.2, ἡ εἰ. τοῦ κατὰ τὴν ἀέρα πνεύματος Meth.Res.1.35.2.
2 concr. sopladero, bufador abertura en terreno volcánico que expulsa aire caliente, Arist.Mir.832b30.
German (Pape)
[Seite 745] ἡ, das Einathmen, Plut. plac. phil. 4, 22 u. Medic.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
aspiration.
Étymologie: εἰσπνέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπνοή: ἡ Arst., Plut. = εἴσπνευσις.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπνοή: ἡ τὸ εἰσπνεῖν, εἴσπνευσις, ἀναπνοὴ... ταύτης δὲ τὸ μὲν ἐκπνοή ἐστι τὸ δὲ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2. 3, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7.
Greek Monolingual
η (AM εἰσπνοή)
εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοή («εισπνοή οξυγόνου»)
νεοελλ.
η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.