εἰσποιητός
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
εἰσποιητή, εἰσποιητόν, adopted, Lys.Fr.55, D.44.34,60.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: frec. acent. -ποίητος en ed.
I 1jur. entregado en adopción, adoptivo c. dat. ἀπογράφουσι τὼ παῖδε τούτω πρὸς τὸν ἄρχοντα ὡς εἰσποιήτω τοῖς τοῦ Εὐκτήμονος ὑέσι Is.6.36, c. εἰς y ac. εἰσποίητος δ' ἦν ὁ πατὴρ ... εἰς ἄλλον οἶκον el padre había sido dado en adopción a otra casa Is.9.2, c. gen. del padre adoptivo Ῥούφου γνήσιος υἱός, Ἡρώδου εἰ. IG 22.3979.2 (II d.C.), Καίσαρος φύσει υἱῷ καὶ Εὐσεβοῦς εἰσποιητῷ Iust.Phil.1Apol.proem., de Cristo en la terminología nestoriana, frente al Hijo auténtico υἱῶν ... δυάδα ... ὧν ὁ μέν ἐστι φύσει καὶ ἀληθῶς, θάτερός γε μὴν εἰ. τε καὶ νόθος Cyr.Al.Chr.Un.745c, cf. Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202)
•en una asociación relig., ref. los nuevos miembros εἰσποιητοὶ ἀδ[ελφοὶ σ] εβόμενοι θεὸν ὕψιστον IPE 2.452.5 (Tanais III d.C.)
•subst. ὁ εἰ. hijo adoptivo Is.3.46, D.44.34, D.H.Isoc.18.2, εἰσποιητὸν εἰσάγειν presentar (a la fratría) un hijo adoptivo Lys.Fr.27
•fig. por adopción ref. ciudadanos, op. ἐπιχώριος D.Chr.38.4, cf. πολίται προσαγορευόμενοι ὁμοῖοι ... τοῖς εἰσποιητοῖς τῶν παίδων D.60.4.
2 recibido en adopción, adoptado ὁ τὴν ἐν πίστει δικαίωσιν εἰσποιητὴν ἔχων διὰ Χριστοῦ el que posee la justificación por la fe recibida por gracia de Cristo Cyr.Al.M.68.976B
•en la polémica nestoriana sobre la naturaleza del Hijo οὐκ ἔξωθεν οὐδὲ εἰσποίητον αὐτῷ δεδόσθαι ... τοῦ πνεύματος τὴν ἐνέργειαν Cyr.Al.Nest.4.1 (p.77.34).
3 introducido desde fuera, desde el exterior, extranjero οἱ εἰσποιητοὶ θεοί Didym.M.39.924B.
II adv. -ῶς desde el exterior, de modo adventicio (τὰ κτίσματα) εἰ. παρὰ Θεοῦ καταπλουτοῦσι τὴν χάριν Cyr.Al.M.68.692A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: ἐσποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσποιητός: -ή, -όν, υἱοθετηθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 33, Δημ. 1088. 4., 1390. 8.
Greek Monolingual
εἰσποιητός, -ή, -όν (Α)
υιοθετημένος, θετός
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτός τον οποίο αποκτά κανείς για τον εαυτό του
2. αυτός που αποκτήθηκε με υιοθεσία
3. αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
Greek Monotonic
εἰσποιητός: -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.
Middle Liddell
εἰσποιητός, ή, όν
adopted, Dem.
German (Pape)
an Kindes statt angenommen, adoptiert, Isae. 3.46 Dem. 44.24 und öfter; B.A. 247 erkl. θετός.