εὐπαράκλητος

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράκλητος Medium diacritics: εὐπαράκλητος Low diacritics: ευπαράκλητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euparáklētos Transliteration B: euparaklētos Transliteration C: efparaklitos Beta Code: eu)para/klhtos

English (LSJ)

εὐπαράκλητον, easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.

German (Pape)

leicht zu bewegen, πρὸς τὸν λόγον Plat. Ep. VII.328a.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.

Greek Monolingual

εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].