εὐτεκνία
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
poet. εὐτεκνίη, ἡ,
A blessing of children, εὐτεκνίας κύρσαι E.Ion470 (lyr.); εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν… καθελεῖν Id.Supp.66(lyr.), cf. Arist. Rh.1361a1, EN1099b3, Stoic.3.24, IG9(1).979; εὐτεκνία παίδων Epigr. ap. Plu.Fr.22.7; fruitfulness, IG14.1615.
II personified, Εὐτεκνεία (sic) Syria6.295 (Philippopolis). [-τεκ- in ll. cc. poet., and Theoc. 18.51.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonheur d'avoir de nobles enfants ou beaucoup d'enfants.
Étymologie: εὔτεκνος.
German (Pape)
ἡ, Glück mit Kindern, Fruchtbarkeit an Kindern, Eur. Suppl. 75; παίδων Ep.adesp. 301 (APP 264); Κασσιόπας ἁ λάλος εὐτεκνία Antiphil. 13 (Plan. 147); ἀροτὴρ εὐτεκνίης, schöner Kinder, Ep.adesp. 738 (APP 356). Auch in Prosa, Arist. rhet. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
εὐτεκνία: ἡ родительское счастье или счастье материнства Eur., Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεκνία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰ ἢ καλὰ τέκνα, εὐτεκνίας κῦρσαι Εὐρ. Ἴων 470· εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν... καθελεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 66, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 4, Ἠθ. Ν. 1. 8,16· εὐτ. παίδων Ἀνθ. Π. παράρτ. 264· γονιμότης, αὐτόθι 356· πρβλ. εὐπαιδία. ὁ Θεόκρ. ἐν 18. 51 ἔχει τὴν λέξιν μετὰ βραχείας παραληγ., ὡς συμβαίνει καὶ εὶς τὴν λέξιν τέκνον.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) εύτεκνος
το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα
μσν.
μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.)
αρχ.
1. γονιμότητα
2. επιγρ. ευκαρπία
3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία
προσωποποίηση της ευτεκνίας.
Greek Monotonic
εὐτεκνία: ἡ, ευλογία παιδιών, γενιά καλών παιδιών, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐτεκνία, ἡ,
the blessing of children, a breed of goodly children, Eur.