εὐόλισθος
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
εὐόλισθον,
A slippery, Placit.1.4.2; κόπρος Alex.Aphr.Pr.1.90; πηλαμύς Xenocr. ap. Orib.2.58.142, cf. Apollod.Poliorc.149.3, Hierocl. in CA16p.456M.
II metaph., unsteady, ἡλικία Ph.2.463.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht ausgleitend, Plut. plac. phil. 1, 4 u. Sp.; τοῖχος, baufällig, Aesop.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui glisse facilement.
Étymologie: εὖ, ὀλισθαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐόλισθος: скользкий, скользящий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόλισθος: -ον, εὐκόλως ὀλισθάνων, ἀσταθής, ἡλικία Φίλων 2. 463, πρβλ. Πλούτ. 2. 878D. ΙΙ. λίαν ὀλισθηρός, κόπρος Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.
Greek Monolingual
εὐόλισθος, -ον (ΑΜ)
1. ολισθηρός
2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)
μσν.
1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον
η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.).
επίρρ...
εὐολίσθως (Α)
με τάση για γλίστρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + < όλισθος «γλίστρημα»].