εὔυμνος
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
εὔυμνον,
A celebrated in many hymns, h.Ap.19, Call.Ap.31, etc.: Sup., Id.Fr. 36.
II used in beautiful hymns, ῥήματα Id.Epigr. in Berl.Sitzb. 1912.548. [The penultimate short in Epich.91.]
German (Pape)
[Seite 1105] hymnenreich, in Hymnen viel gepriesen, H. h. 1, 19. 207, wie Cailim. Del. 4; Apoll. 31, immer von Apollo; auch μέλος, ein schönes Lied, Christodor. ecphr. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
célébré dans de beaux hymnes, dans des hymnes nombreux.
Étymologie: εὖ, ὕμνος.
Russian (Dvoretsky)
εὔυμνος: прославляемый в гимнах (ὁ Φοῖβος Ἀπόλλων HH).
Greek (Liddell-Scott)
εὔυμνος: -ον, ἐν πολλοῖς ὕμνοις ὑμνούμενος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 19. 207, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 30, ἐν Ἀποσπ. 36 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) κτλ. Ἡ παραλήγουσα βραχεῖα ἐν Ἐπιχ. 69 Ahr..
Greek Monolingual
εὔυμνος, -ον (Α)
1. αυτός που υμνείται πολύ, που επαινείται με πολλούς ύμνους
2. επιγρ. αυτός που χρησιμοποιείται σε καλό, ωραίο ύμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ύμνος].
Greek Monotonic
εὔυμνος: -ον, αυτός που γιορτάζεται με πολλούς ύμνους, πολυύμνητος, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
εὔ-υμνος, ον
celebrated in hymns, Hhymn.