θηριόω

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόω Medium diacritics: θηριόω Low diacritics: θηριόω Capitals: ΘΗΡΙΟΩ
Transliteration A: thērióō Transliteration B: thērioō Transliteration C: thirioo Beta Code: qhrio/w

English (LSJ)

A make into a wild beast, τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.Piet.144:—Pass., IG14.1291.
II Pass., come to the full size of a beast, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14.
2 become brutal, θηριούμενος Pl.Lg.935a; πρός τινας Phld.Lib.p.25O.; πρὸς ἀγριότητα Ph.2.53.
3 of seeds, to be infested with worms, Thphr. CP5.18.1.
b of places, to be infested with reptiles, Paul.Aeg. 5.1.
4 Medic., become malignant, ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι Thphr. Char.19.3; τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9.

French (Bailly abrégé)

θηριῶ :
I. changer en bête sauvage;
II. Pass. 1 devenir une bête sauvage;
2 devenir brutal, irascible;
3 être infesté de vers;
4 en parl. d'un ulcère devenir malin, s'ulcérer.
Étymologie: θηρίον.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόω: μεταβάλλω εἰς ἄγριον θηρίον, Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον θηρίον, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) γίνομαι θηριώδης, ἄγριος, θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι πλήρης σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον ἕλκος = θηρίωμα, Διοσκ. 3. 11.

Greek Monotonic

θηριόω: (θήριον), μέλ. -ώσω, μετατρέπω σε άγριο θηρίο.

Middle Liddell

θηριόω, fut. -ώσω [θήριον]
to make into a wild beast.