θυροκόπος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
(parox.), ον, knocking at the door, begging, ψευδόμαντις A.Ag.1195.
German (Pape)
[Seite 1227] an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe aux portes, mendiant.
Étymologie: θύρα, κόπτω.
Russian (Dvoretsky)
θῠροκόπος: досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
θῠροκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κτυπῶν τὴν θύραν, ἐπαίτης, ψωμοζήτης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195.
Greek Monolingual
θυροκόπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλοκόπος, ξυλοκόπος.
Greek Monotonic
θῠροκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.