κίνητρο

Greek Monolingual

το (ΑΜ κίνητρον)
όργανο με το οποίο κινεί κάποιος κάτι
νεοελλ.
1. η σιδερένια ράβδος με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες
2. μτφ. αίτιο, ελατήριο ή ερέθισμα προς μία ενέργεια ή απόφαση (α. «κίνητρο του φόνου ήταν η ζήλεια» β. «ο δάσκαλος πρέπει να δίνει κίνητρα στους μαθητές για την πνευματική τους καλλιέργεια»
3. φρ. «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν το άτομο στην ανάληψη οικονομικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων
μσν.-αρχ.
είδος μεγάλου κουταλιού, κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. -κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. μίση-τρον, φίλη-τρον)].