καδδίζω

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

German (Pape)

[Seite 1279] bei Plut. Lyc. 12 ist κεκαδδεῖσθαι, wofür man auch κεκαδδίσθαι od. κεκαδδίχεσθαι vermuthet, = durch eine eigenthümliche Abstimmung zu den Syssitien in Sparta zugelassen werden; κάδδος (v. l. κάδδιχος) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον, εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλιὰς (womit sie abstimmen) ἐμβάλλουσι.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. pf. Pass. κεκαδδίσθαι, vulg. κεκαδεῖσθαι;
décider par les urnes, par un scrutin.
Étymologie: κάδος.

Greek Monolingual

καδδίζω (Α) κάδδιχος
ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον, στην κάλπη, και κατ' επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο
το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῖσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή κεκαδδίχθαι ή κεκαδδιχίσθαι ή ἐκκεκαδδιχίσθαι που υπάρχει στον Πλούτ. («τὸν δὲ οὕτως ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῖχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με ψηφοφορία λένε ότι έχει καδδισθεί, Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

καδδίζω: (только inf. pf. pass. κεκαδδίσθαι или κεκαδδεῖσθαι) решать голосованием (о допущении к участию в сисситиях) Plut.