καλλιπάρειος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρειος Medium diacritics: καλλιπάρειος Low diacritics: καλλιπάρειος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kallipáreios Transliteration B: kallipareios Transliteration C: kallipareios Beta Code: kallipa/reios

English (LSJ)

v. καλλιπάρηος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].

German (Pape)

καλλιπάρῃος, Poll. 2.87.