κανθήλιο
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
το (Α κανθήλιον)
νεοελλ.
ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα.
αρχ.
1. σαμάρι υποζυγίου
2. αρχιτ. μικρό δοκάρι της στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό, στρωτήρας, δοκίδα
3. στον πληθ. τά κανθήλια
α) τα μεγάλα καλάθια, τα κοφίνια που κρέμονται από τη μια και την άλλη πλευρά του σαμαριού
β) (γενικά) μεγάλα κοφίνια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων
3. (κατά τον Ησύχ.) «κανθήλια τὰ ἐν τῆ πρύμνη τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κάνθ-ων (ονομασία του γαϊδάρου) + -ηλ-ια (πρβλ. γαμ-ήλ-ιος, κειμ-ήλ-ια), δεν αποκλείεται όμως και η υποχωρητική παραγωγή του τελευταίου από τα κανθήλια, τα κοφίνια εκατέρωθεν του σαμαριού. Αβέβαιη η σχέση του με το κανθό. Ίσως η ρίζα του κανθ- να είναι προελληνική. Τέλος, το λατ. cantherius «ευνουχισμένο άλογο», αποτελεί πιθ. δάνειο από την ελλ., αν δεν πρόκειται για παράλληλο δανεισμό τών δύο γλωσσών από το μεσογειακό γλωσσικό υπόστρωμα].