κανθήλιος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλιος Medium diacritics: κανθήλιος Low diacritics: κανθήλιος Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: kanthḗlios Transliteration B: kanthēlios Transliteration C: kanthilios Beta Code: kanqh/lios

English (LSJ)

ὁ, pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp. 221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Übertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.

Russian (Dvoretsky)

κανθήλιος:1) (тж. κ. ὄνος Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;
2) бран. осел, глупец Luc.

Greek Monolingual

κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.

Greek Monotonic

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.

Middle Liddell

κανθήλιος, ὁ, = κάνθων,]
a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.

English (Woodhouse)

pack ass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)