καταπαίζω
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
fut. -παίξομαι (v. infr.),
A jest, mock at, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.Fr.166, cf. LXX 4 Ki.2.23, AP5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.P.1.62: c. acc., D.L.2.136.
2 deceive, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται LXX Je.9.5(4).
II Med. in sense of Act., ἐπί τινι πράξει τινῶν κ. Hdn.Fig.p.92S.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.
French (Bailly abrégé)
se jouer de, se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, παίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-παίζω bespotten.
Russian (Dvoretsky)
καταπαίζω: (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.).
Greek Monolingual
καταπαίζω (AM)
(ενεργ. και μέσ.) περιπαίζω, περιγελώ
μσν.
παίζω, κάνω παιχνίδια, παίζω με κάποιον («ὁ ἵππος κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῦ νέου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αστεΐζομαι, αστειεύομαι, χαριεντίζομαι με κάποιον
2. παθ. καταπαίζομαι
γίνομαι αντικείμενο εμπαιγμού.
Greek Monotonic
καταπαίζω: μέλ. -παίξομαι, εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαίζω: μέλλ. -παίξομαι, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ ἐμπαιχθῇ αὐτός, Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.
Middle Liddell
fut. -παίξομαι
to mock at, τινός Anth.