καταπειλέω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
strengthened for ἀπειλέω, κ. ἔπη use threatening words, S.OC659; ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων by the threats uttered, ib. 1147.
German (Pape)
[Seite 1368] dagegen drohen, bedrohen; ἔπη, Drohworte ausstoßen, Soph. O. C. 665; τὰ κατηπειλημένα 1149; Sp., wie Eumath., auch im med.
French (Bailly abrégé)
καταπειλῶ :
menacer, prononcer avec menace (des paroles, un ordre, etc.) acc. ; τὰ κατηπειλημένα SOPH les menaces.
Étymologie: κατά, ἀπειλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-απειλέω bedreigen:. ἔπη κατηπείλησαν ze spraken dreigende woorden Soph. OC 659.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰπειλέω: грозить, угрожать: κ. ἔπη Soph. произносить угрожающие речи; τὰ κατηπειλημένα Soph. угрозы.
Greek Monotonic
κατᾰπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ ανοιχτά, κατ. ἔπη, χρησιμοποιώ απειλητικά λόγια, σε Σοφ.· τὰ κατηπειλημένα, απειλές που εκτοξεύονται, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰπειλέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπειλέω, κ. ἔπη, μεταχειρίζομαι ἀπειλητικοὺς λόγους, Σοφ. Ο. Κ. 659·- Παθ., ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων, ἀβλαβεῖς ἐκ τῶν ἐκτοξευθεισῶν ἀπειλῶν ἢ ἐκείνων ἅτινα ἠπειλήθησαν κατ’ αὐτῶν, αὐτόθι 1147·- Μέσ., τινά τινι, φοβερίζω τινὰ μέ τι, ὅσα με κατηπειλεῖτο καὶ χειρὶ καὶ γλώσσῃ Εὐμάθ. σ. 309.
Middle Liddell
fut. ήσω
to threaten loudly, κατ. ἔπη to use threatening words, Soph.; τὰ κατηπειλημένα the threats uttered, Soph.