καταύγασμα
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
-ατος, τό, radiance, PMag.Par.1.1130.
Greek (Liddell-Scott)
καταύγασμα: τό, φώτισμα, ἀκτίς, λάμψις, ὑπὸ τὰ ἑωθινὰ κ., ὑφ᾿ ἕω, Θεοφύλακ. Σιμ.
Spanish
Greek Monolingual
καταύγασμα τὸ (Μ) καταυγάζω
ζωηρός φωτισμός, φωταύγεια, λάμψη.
Léxico de magia
τό resplandor como advoc. de la divinidad χαῖρε, ἡλιακῆς ἀκτῖνος ὑπηρετικὸν κόσμου κ. te saludo, resplandor del cosmos que sirve al rayo solar P IV 1130