κατεβασιά

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

η
κατεβάζω
1. η ενέργεια του κατεβάζω
2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος
3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή
4. ορμητικός άνεμος
5. καταρροή της μύτης, συνάχι
6. καταρράκτης τών ματιών
7. κήλη, κατέβασμα
8. κατηφοριά
9. (σε αθλοπαιδιές, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση κ.λπ.) ορμητική και οργανωμένη επίθεση παικτών προς την εστία της αντίπαλης ομάδας με σκοπό την παραβίασή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καταβασία (< κατάβασις) με επίδραση του κατεβάζω].