κατεβασιά

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η
κατεβάζω
1. η ενέργεια του κατεβάζω
2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος
3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή
4. ορμητικός άνεμος
5. καταρροή της μύτης, συνάχι
6. καταρράκτης τών ματιών
7. κήλη, κατέβασμα
8. κατηφοριά
9. (σε αθλοπαιδιές, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση κ.λπ.) ορμητική και οργανωμένη επίθεση παικτών προς την εστία της αντίπαλης ομάδας με σκοπό την παραβίασή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καταβασία (< κατάβασις) με επίδραση του κατεβάζω].