κατεβλακευμένως
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταβλακεύω, slothfully, tardily, Ar.Pl.325, AP4.3a.16 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1393] adv. zum part. perf. pass. von καταβλακεύω, saumselig; Ar. Plut. 325, v.l. καταβεβλ.; Agath. prooem. (IV, 3, 16).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec mollesse ou lâcheté.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβλακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεβλακευμένως, adv. lui, traag.
Russian (Dvoretsky)
κατεβλᾱκευμένως: медлительно, лениво Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κατεβλᾱκευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, μετὰ ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ συντεταμένως, Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.
Greek Monolingual
κατεβλακευμένως (Α)
επίρρ. με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεβλακευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. καταβλακέω «μεταχειρίζομαι αμελώς, απρόσεκτα»].
Greek Monotonic
κατεβλᾱκευμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του κατα-βλᾱκεύω (βλάξ), με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σε Αριστοφ., Ανθ.
Middle Liddell
κατ-εβλᾱκευμένως, αδϝ. [adverb from perf. pass. part. of καταβλᾱκεύω] βλάξ
slothfully, tardily, Ar., Anth.