κλειδουχέω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
Att. κληδουχέω,
A to be a κλειδοῦχος, κ. θεᾶς< to be her priestess, E.IT1463: abs., κλειδουχοῦντος Ἀρίστωνος OGI170 (Delos, ii/i B.C.).
II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perhaps kept in check, E.HF 1288.
German (Pape)
[Seite 1447] = κλῃδουχέω, Sp.
French (Bailly abrégé)
κλειδουχῶ :
avoir les clefs (d'un temple), être surveillant ou prêtre d'un temple.
Étymologie: κλειδοῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
κλειδουχέω: Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι κλειδοῦχος, κλ. θεᾶς, εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, ὅπερ ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
Greek Monotonic
κλειδουχέω: Αττ. κλῃδ-, μέλ. -ήσω,
I. είμαι κύριος, υπεύθυνος των κλειδιών, κλ. θεᾶς, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.
II. Παθ., παρατηρούμαι στενά, παραφυλάττομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
κλειδουχέω,
I. to have charge of the keys, κλ. θεᾶς to be her priestess, Eur.
II. Pass. to be closely watched kept in check, Eur. [from κλειδοῦχος