κονιβατία

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιβᾰτία Medium diacritics: κονιβατία Low diacritics: κονιβατία Capitals: ΚΟΝΙΒΑΤΙΑ
Transliteration A: konibatía Transliteration B: konibatia Transliteration C: konivatia Beta Code: konibati/a

English (LSJ)

ἡ, (βαίνω) dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v.l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

κονιβᾰτία: ἡ, (βαίνω) τὸ πορεύεσθαι ἐντὸς κόνεως, Ἱππ. 366. 55 (πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ σχοινοβατίῃσι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521).

Greek Monolingual

κονιβατία, ἡ (Α)
το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -βατία (< -βατος ή -βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτοβατία, χοροβατία.