κοπίσκος

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίσκος Medium diacritics: κοπίσκος Low diacritics: κοπίσκος Capitals: ΚΟΠΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kopískos Transliteration B: kopiskos Transliteration C: kopiskos Beta Code: kopi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοπίς, = λίβανος σμιλιωτός, incense, Dsc.1.68.

Greek (Liddell-Scott)

κοπίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοπίς, ἀρωματικόν κατασκεύασμα, ἀρωματικὸς τροχίσκος, Γαλλικ. pastille, Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

κοπίσκος, ὁ (Α)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω ή κοπή.